πελταστῶν

πελταστῶν
πελταστής
one who bears a light shield
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεσάγκυλον — μεσάγκυλον, τὸ (Α) μακρύ ακόντιο τών πελταστών κυρίως, αλλά και τών κυνηγών, με αγκύλη στο μέσο, η οποία βοηθούσε στην εξακόντισή του με μεγαλύτερη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἀγκύλη] …   Dictionary of Greek

  • πέλτη — η, ΝΑ, δωρ. τ. πέλτα, Α μικρή και ελαφρά ασπίδα, χωρίς γύρο, σχήματος μηνοειδούς, συνήθως πλεκτή από κλωνάρια ιτιάς που καλυπτόταν με γίδινο δέρμα αρχ. 1. το σώμα τών πελταστών 2. κόσμημα αλόγου 3. παλτό, κοντάρι 4. (κατά τον Ησύχ.) δόρυ, ακόντιο …   Dictionary of Greek

  • πελταστικός — ή, όν, Α [πελταστής] 1. έμπειρος, ικανός στον χειρισμό τής πέλτης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πελταστική (ενν. τέχνη) η δεξιότητα τού πελταστού 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πελταστικόν (περιληπτ.) το στρατιωτικό σώμα που το αποτελούσαν πελταστές 4. (ως επίρρ.… …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • Αισχίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (Αθήνα 389 – Ρόδος 314; π.Χ.). Καταγόταν από άσημη οικογένεια, άσκησε διάφορα επαγγέλματα, δοκίμασε τις δυνάμεις του και ως ηθοποιός και κατέλαβε μια ασήμαντη δημόσια θέση. Για την… …   Dictionary of Greek

  • Ιφικράτης — (415; – 354 π.Χ.).Αθηναίος στρατηγός. Το 393 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου, δημιούργησε ένα ικανότατο σώμα πελταστών (βλ. λ. πελταστές), οι οποίοι εξαιτίας του ελαφρότερου οπλισμού τους ήταν πιο ευκίνητοι από τους οπλίτες. Με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”